- διαπῑδύω
- δια-πῑδύω, durchseihen, durchschlagen; intr., durchsickern
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
διαπιδύω — (Α διαπιδύω) [πιδύω] ρέω αργά μέσα από τους πόρους τού σώματος αρχ. διυλίζω, διηθώ … Dictionary of Greek
διαπιδύω — διαπίδυσα, εκρέω μέσα από τους πόρους ενός σώματος, διηθούμαι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διαπίδυση — Μέθοδος με την οποία πραγματοποιείται ο διαχωρισμός των μορίων που είναι σε κολλοειδή κατάσταση, από άλλα που έχουν μικρότερες μοριακές διαστάσεις. Ο Τόμας Γκράχαμ, που ασχολήθηκε εκτεταμένα με τις κολλοειδείς ουσίες, ήταν ο πρώτος που επινόησε… … Dictionary of Greek